- ιππόποδες
- ἱππόποδες, οί (Α)(ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό-ποδες, κυνή-ποδες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππόποδες — horse hoofed men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόποδας — ἱππόποδες horse hoofed men masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEURI — populi Sarmatiae Europaeae quos. Mela l. 2. c. 1. ad ortum Tyrae fluv. locat, Solinus c. 20. vero ctrca Borysthenem. Horum urbs Nerva, in ora Livoniae extema, a Revalia urbe 3. leuc. in Boream distans, nonnullis esse ex allusione nominis videtur … Hofmann J. Lexicon universale
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek